15/6/10

Ο ΨΥΧΟΡΡΑΓΩΝ ΝΑΥΤΙΚΟΣ (Δημοτικό Τραγούδι της Ίμβρου)

Αλλοί ’στο νιο π’ αρρώστησε στου καραβιού την πλώρη.
Μάννα δεν έχει να τον κλαίη, κόρη να τον λυπάται,
μήδ’ αδερφή, μήδ’ αδερφό, για να τον λεημονάται.
Τον κλαίει η νύχτα κ’ η αυγή, τ’ άστρο και το φεγγάρι
κ’ οι ναύτες τον φωνάζουνε – Σήκου να κομμαντάρης.
- Εγώ σας λέγω δεν μπορώ, και σείς μου λέτε σήκου.
Σηκώτε με να σηκωθώ, και βάλτε με να κάτσω
και δώστε με τη χάρτα μου για να την εδιαβάσω.
Γλέπετε τούτο το νησί το δώθε τ’ αποκείθε;
Εκεί θα πά’ να αράξωμε ’ς ένα ’γαθόν λιμνιώνα.
Πήγανε και αράξανε ’ς ένα ’γαθόν λιμνιώνα.
- Άντιστε γέροι, για νερό και σείς παιδιά για ξύλα
και σείς μικρά μουτσόπουλα ανοίξετε το μνήμα.
Παρακαλώ αδέρφια μου και προσκυνώ σας κιόλα
μήδε μακρύ, μήδε φαρδύ, μηδέ πολλά μεγάλο,
κ’ απ’ την δεξιά μου τη μεριά ν’ αφήστε παναθύρι,
νά ρχωνται τ’ άγρια πουλιά, να λιανοχωρατεύω.
Πουλί μ’ αν πας στον τόπο μου, κ’ αν βρης και τους δικούς μου,
μην πης τους πως απόθανα κ’ ανάψουν τα κεριά μου,
μόν πες τους πως πανδρεύθηκα ’στα μακρυά στα ξένα,
πήρα την πλάκα πεθερά, την μαύρη γη γυναίκα.

Πηγή: Μανόλης Ανδρόνικος: "Μελέτη δημοτικών τινών ασμάτων της Ίμβρου", Λεύκωμα της νήσου Ίμβρου, εν Αθήναις: 102-103.

1/6/10

ΓΑΜΗΛΙΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΙΜΒΡΟΥ (ΤΑ ΨΩΜΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ)

Το πρωί της Πέμπτης, τρεις δηλαδή μέρες πριν από την Κυριακή του γάμου, στο σπίτι του γαμπρού και τής νύφης συγκεντρώνονται γυναίκες από το συγγενικό τους περιβάλλον και «κουσκ’νίζ’ τ’ αλεύρια», ετοιμάζουν δηλαδή το αλεύρι για τα ψωμιά του γάμου.
Την άλλη μέρα τόσο στο σπίτι του γαμπρού, όσο και τής νύφης συγκεντρώνονται κορίτσια αμφιθαλή και ετοιμάζουν τα απαραίτητα για το γάμο ψωμιά και γλυκά. Άλλα ετοιμάζουν τα «‘μυγδαλουτά», άλλα τα «παντεσπάνια» και άλλα «ζ’μών’ τα ψουμιά».
Εδώ θα πρέπει να σημειωθεί, ότι μαζί με τα άλλα ψωμιά ζυμώνουν και ένα ειδικό γλυκό ψωμί, πού, όπως θα δούμε πιο κάτω, το λένε «κλιφτουψώμ’». Παρασκευάζεται από αλεύρι, ζάχαρη, βούτυρο, αυγά και σόδα.
Όταν ετοιμάσουν όλα τα απαραίτητα ψωμιά και γλυκά, ανάβουν το φούρνο για να τα ψήσουν. Πρώτα πρώτα ψήνουν τις «φουρνόπ’τις». Οι «φουρνόπ’τις» παρασκευάζονται από το ίδιο ζυμάρι πού παρασκευάζονται και τα άλλα ψωμιά του γάμου. Είναι όμως πολύ λεπτές και γι’ αυτό ψήνονται πολύ γρήγορα, σε 2-3 λεπτά τής ώρας. Αυτός ακριβώς είναι ό λόγος πού στο χωριό Σχοινούδι τις λένε «γουργόπ’τις», επειδή δηλαδή ψήνονται γοργά, πάρα πολύ γρήγορα. Στο χωριό Άγιοι Θεόδωροι, ιδιαίτερη πατρίδα του Αρχιεπισκόπου Βορείου και Νοτίου Αμερικής κ.κ. Ιακώβου, τις λένε «ζιστουψώμ’», επειδή τις τρώνε πολύ ζεστές, μόλις τις βγάλουν από το φούρνο.
Αφού βγάλουν τις «φουρνόπ’τις» από το φούρνο, κόβουν την κάθε μια σταυρωτά σε τέσσερα κομμάτια, τα αλείφουν από πάνω με μέλι και μετά στέλνουν ένα κομμάτι σε κάθε οικογένεια πού θέλουν να καλέσουν στο γάμο.
Αποτελεί δηλαδή το μοίρασμα των κομματιών από τις «φουρνόπ’τις» ένα είδος γενικού καλέσματος στο γάμο. Γιατί τούς πολύ στενούς συγγενείς (αδέρφια, κουμπάρο κτλ.) τούς προσκαλούν και με φουρνόπ’τα και με «κλίκ’» (πρβλ. «Σι καλέσαν ζντού γάμου; — Μι καλέσαν κι μι φέραν κι κλίκ’»). Γι’ αυτό για κείνους πού παίρνουν μέρος στο γάμο (φαγητό, γλέντι) χωρίς να τούς έχουν καλέσει ούτε και με «φουρνόπ’τα», συνηθίζουν να λένε τη γνωστή κι’ από άλλες περιοχές παροιμιώδη φράση: «ακάλιστους γάδαρους ζντού γάμου τι γυρεύ’;»

Πηγή: Α.Σ. Μπαϊκάμης 1979: "Γαμήλια έθιμα της Ίμβρου", Γ΄ Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, Θεσσαλονίκη (ΙΜΧΑ): 515-516.