10/7/10

ΑΡΧΑΪΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΣΤΟ ΓΛΩΣΣΙΚΟ ΙΔΙΩΜΑ ΤΗΣ ΙΜΒΡΟΥ (ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ: ΛΕΞΕΙΣ ΑΜΕΣΗΣ Α.Ε. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ)

2.2. ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΟ ΕΠΙΠΕΔΟ

Στο επίπεδο αυτό θα εξετάσουμε έναν σημαντικό αριθμό λέξεων που προέρχονται από την Α.Ε. Αναλόγως του είδους της προέλευσής τους μπορούν να διακριθούν σε άμεσες ή έμμεσες. Με τον όρο άμεσες νοούνται οι λέξεις του Ι.Ι. οι οποίες, με ορισμένες φωνολογικές ή/και σημασιολογικές διαφοροποιήσεις, απαντώνται αυτούσιες στην Α.Ε. προερχόμενες έτσι άμεσα από αυτήν, ενώ με τον όρο έμμεσες νοούνται λέξεις του Ι.Ι. οι οποίες δεν απαντώνται αυτούσιες στην Α.Ε., αλλά που προέρχονται κατά τρόπο έμμεσο από Α.Ε. στοιχεία.
Με την σειρά τους οι έμμεσες αυτές λεξικές μονάδες του Ι.Ι. κατηγοριοποιούνται σε λέξεις πλήρους ή μερικής Α.Ε. προέλευσης. Λέξεις πλήρους ή ολικής Α.Ε. προέλευσης είναι αυτές των οποίων όλα τα στοιχεία προέρχονται από την Α.Ε. ενώ αντιστοίχως μερικής ή τμηματικής Α.Ε. προέλευσης είναι οι λέξεις (σύνθετες ή παράγωγες)των οποίων το σύνολο των στοιχείων δεν προέρχονται από την Α.Ε. αλλά μόνο ένα μέρος, ένα τμήμα αυτών, αντλώντας έτσι στοιχεία και από άλλες γλώσσες και μάλιστα την Τουρκική.


2.2.1. Λέξεις άμεσης Α.Ε. προέλευσης

1. ΡΗΜΑΤΑ

αλάζουμι [ < αρχ. ελαύνω ] 1.κωπηλατώ, 2.κάνω βόλτα.
ανιρρ’φώ [ < αρχ. αναρροφέω-ω ] αναρουφώ, ξανακαταπίνω.
ανουρταλίζου [ < αρχ. ανορταλίζω ] αναφτερουγίζω, χτυπώ τις φτερούγες μου.
απουδέρνου [ < αρχ. αποδέρω ‘χτυπώ γδέρνω εντελώς’ ] χτυπώ δυνατά.
απουκλειώ [ < αρχ. αποκλείω ] αποκλείω.
αρίζου [ < αρχ. ερίζω ] φιλονεικώ, διαπληκτίζομαι.
αρλυέμι [ < αρχ. ωρύομαι ] ουρλιάζω.
βαγγιλίζου [ < αρχ. ευαγγελίζομαι ‘ φέρω καλές ειδήσεις’ ] διαβάζω, φυλάσσω το Ευαγγέλιο.
γανώνου [ < αρχ. γανόω-ώ ] γυαλίζω χάλκινα σκεύη.
γηρώ [ < αρχ. γηράω-ώ ] γερνώ.
’γραίνου [ < αρχ. υγραίνω ] μουσκεύω.
δαμάζου [ < αρχ. δαμάζω ] χτυπώ βίαια.
διαλλάσσου [ < αρχ. διαλλάσσω ‘συνδιαλλάσσομαι’ ] διαβαίνω, περνώ.
διαμιτρώ [ < αρχ. διαμετρώ ] (κατά)μετρώ.
διχώ [ < αρχ. διχάζω ‘διαιρώ’ ] εμποδίζω.
ζ’γκιρνώ [ < αρχ. συγκεράννυμι ] αναμειγνύω (ζεστό και κρύο νερό).
ζ’γκλαίγου [ < αρχ. συγκλαίω ] συλλυπούμαι.
ζ’γκουλλιέμι [ < αρχ. συγκολλάομαι – ώμαι ] εξαρτώμαι από κάποιον.
κ’τιάζου [ < αρχ. κοιτάζω ] 1.βάζω στο κρεβάτι, 2.πάω στο κρεβάτι.
καταπουνώ [ < αρχ. καταπονέω-ώ ] καταβάλλω, κουράζω, καταπονώ.
λ’γουρώ [ < αρχ. ολιγορέω-ώ ‘παραμελώ’ ] μου λείπει πολύ (κάποιος), λιμπίζομαι, λαχταρώ.
λαλώ [ < αρχ. λαλέω-ώ ] φωνάζω, μιλώ δυνατά.
λέχου [ < αρχ. ελέγχω ] ελέγχω.
λιέμι [ < αρχ. αλάομαι – ώμαι ] περιπλανιέμαι, γυρίζω άσκοπα.
μαστίζου [ < αρχ. μαστίζω ‘μαστιγώνω, δέρνω’ ] βασανίζω, ταλαιπορώ.
μέχουμι [ < αρχ. μάχομαι ] διάκειμαι εχθρικώς.
μιγαλύνου [ < αρχ. μεγαλύνω ] μεγαλώνω (αμετβ. – μτβ.).
μιταδένου [ < αρχ. μεταδέω ‘δένω διαφορετικά’ ] λύνω ένα ζώο από ένα μέρος και το δένω σε ένα άλλο.
μιταλλάσσου [ < αρχ. μεταλλάσσω ] αλλάζω, εναλλάσσω.
μιτέχου [ < αρχ. μετέχω ‘συμμετέχω’ ] (επί συζύγων) συνουσιάζομαι.
’μουλουγώ [ < αρχ. ομολογώ ‘συμφωνώ’ ] μιλώ.
νίφτου [ < αρχ. νίπτω ] πλένω
νουγώ [ < αρχ. νοέω-ώ ] κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι.
’ξ’πώ [ < αρχ. εκσυσπάω-ώ ] ξαφνιάζομαι, τρομάζω.
ξανιστήνου [ < αρχ. εξανίστημι ‘ανεγείρω’ ] ανασταίνω.
ξιμαργώνου [ < αρχ. εκμαργόω – ώ ‘τρελαίνω’ ] αναζωογονώ κάποιον που παραλίγο να παγώσει.
ξιπαίρνουμι [ < αρχ.εξεπαίρω ‘διεγείρω’ ] γίνομαι ψηλομύτης.
ξιτσ’λώ [ < αρχ. εκτιλάω – ώ ] εκκρίνω περιττώματα.
ξυώ [ < αρχ. ξύω ] ξύνω.
παραθέτου [ < αρχ. παρατίθημι ‘βάζω δίπλα’ ] μαζεύω προς φύλαξη.
παραμένου [ < αρχ. παραμένω ‘μένω κοντά’ ] ξαγρυπνώ στο πλευρό κάποιου.
’παρμέγου [ < αρχ. aπαμέλγω ‘βυζαίνω’ ] σταματώ το άρμεγμα.
’πικαθιρίζου [ < αρχ. αποκαθαίρω ] καθαρίζω.
’πισφίγγουμ’ [ < αρχ. aποσφίγγω ‘συσφίγγω’ ] σταματώ να σφίγγω, χαλαρώνω.
’πιτρίβου [ < αρχ. αποτρίβω ‘καθαρίζω διά τριβής’ ] σταματώ να τρίβω.
προυσάφτου [ < αρχ. προσάπτω ‘προσθέτω’ ] ανάβω φωτιά με προσάναμμα.
ρ’γώ [ < αρχ. ριγόω-ώ ] κρυώνω, ριγώ.
σ’ναλλάσσου [ < αρχ. συναλλάσσω ] αλλάζω.
φτ’ώ [ < αρχ. πτύω ] φτύνω.
χριώ [ < αρχ. χρίω ] ασβεστώνω, ασπρίζω, αλείφω.

2. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ

αγριά [ < αρχ. αγριάς ] αγριάδα, είδος αγριόχορτου.
Αγρίδια [ < αρχ. αγρίδιον ‘μικρός αγρός’ ] τοπωνύμιο.
άδραχτους [ < αρχ. άτρακτος ] αδράχτι.
ακόν’,το [ < αρχ. ακόνη ] ακόνη.
άναψ’ [ < αρχ. άναψις ‘άναμμα’ ] 1.ζέστη, 2.δίψα.
απίλουγους [ < αρχ. απόλογος ‘διήγηση’ ] τελευταία λέξη του ετοιμοθάνατου.
αφουδιά [ < αρχ. άφοδος,η ] έκκριμα, περίττωμα.
β’νί [ < αρχ. βουνός ] βουνό.
βαλάν’ [ < αρχ. βάλανος ] βελανίδι.
γουνιά [ < αρχ. γωνία ] εστία, τζάκι.
’γριότ’ [ < αρχ. υγρότης ] υγρότητα, υγρασία.
δαμάλα [ < αρχ. δάμαλις ] μικρή αγελάδα που δεν γέννησε ακόμη.
’δρόλ’πας [ < αρχ. υδρολαίλαψ ‘ανεμοθύελλα’ ] ψιλή βροχούλα.
ζ’γός [ < αρχ. ζυγός ] μακρύ ξύλο του αλετριού που μπαίνει στον σβέρκο των βοδιών.
θέρους [ < αρχ. θέρος ] θέρισμα.
ίδρους [ < αρχ. ιδρώς ] ιδρώτας.
κ’νό [ < αρχ. κοινόν ] κοινότητα.
καταρράχτ’ς [ < αρχ. καταρράκτης ] καταπακτή.
κατέβασ’ [ < αρχ. κατάβασις ] 1.κάθοδος, 2.καταρροή.
κουμμός [ < αρχ. κομμός ‘χτύπημα’ ] εξάντληση.
κρυφτής [ < αρχ. κρύπτη ] κρυφτό.
λ’για [ < αρχ. λύγος,η ] λυγαριά.
λούβα [ < αρχ. λώβη ] λέπρα.
μ’κριότ’ [ < αρχ. μικρότης ] μικρότητα.
μ’ναίου [ < αρχ. μηνιαίος ] μηνιάτικο.
νάμα [ < αρχ. νάμα ‘τρεχούμενο νερό’ ] κρασί θείας κοινωνίας.
ξόγανου [ < αρχ. ξόανον ] (ειρων.) βλάκας, γελοίος.
όμπυους [ < αρχ. έμπυος ‘ο έχων πύον’ ] πύον.
ούγια [ < αρχ. ώα ‘περιθώριο’ ] άκρη υφάσματος.
ουρτιά [ < αρχ. ορθή ] η ‘καλή’, μπροστινή πλευρά υφάσματος.
παίδους [ < αρχ. παίς ] νεαρός.
παλιότ’ [ < αρχ. παλαιότης ] παλαιότητα.
παραστατό [ < αρχ. παραστάτης ‘ ο στεκόμενος κοντά σε κάποιον’ ] παραστάδα πόρτας.
ρίγους [ < αρχ. ρίγους ] ανατριχίλα.
σεύκλου [ < αρχ. σεύτλον ] σέσκουλο.
’στιά [ < αρχ. εστία ] εστία, τζάκι.
στίμα [ < αρχ. στίγμα ] λεκές, κυλίδα.
σφουγγούνα [ < αρχ. σπογγιά ] πνεύμονας.
ταγή [ < αρχ. ταγή ‘διευθέτηση’ ] ζωοτροφές.
τέκνου [ < αρχ. τέκνον ] παιδί.
τρόχαλους [ < αρχ. τροχαλός ‘στρογγυλός’ ] ξερολιθιά.
φ’λιά [ < αρχ. φιλία ] 1.φιλία, 2.φιλοδώρημα.
’φάλ’ [ < αρχ. ομφαλός ‘κεντρικό σημείο’ ] καταπακτή.
φθίσ’ [ < αρχ. φθίσις ] φυματίωση.
χ’λιάρ’ [ < αρχ. κοχλίας ] 1.κουτάλι, 2.(μτφρ. – ειρων.) κουτσομπόλης.
χ’μάδέλ’ [ < αρχ. χειμάδιον ] μικρό μέρος για ξεχειμώνιασμα.
χιουνιάς [ < αρχ. χιών ‘χειμώνας’ ] καιρός που χαρακτηρίζεται από δριμύ ψύχος.
ψαθί [ < αρχ. ψίαθος ] μικρή ψάθα.

3. ΕΠΙΘΕΤΑ

άκρατους [ < αρχ. άκρατος ] γνήσιος
αλλόφ’λους [ < αρχ. αλλόφυλος ‘ξένος’ ] Διάβολος, Αντίχριστος.
αν’φέλ’τους [ < αρχ. ανωφέλητος ‘άχρηστος’ ] 1.αδύναμος, 2.άτακτος.
άπ’ρους [ < αρχ. άπυρος ] άβραστος.
αχείμαστους [ < αρχ. αχείμαστος ‘ο άνευ τρικυμιών’ ] ο άνευ χιονοπτώσεων.
βλάστ’μους [ < αρχ. βλάσφημος ] υβριστής.
’γρός [ < αρχ. υγρός ] βρεγμένος.
μανός [ < αρχ. μανός ] χαλαρός, πλαδαρός.
μιλιχόν’ς [ < αρχ. μελάγχολος ‘ο πάσχων από ίκτερο’ ] φιλάσθενος.
παράβατους [ < αρχ. παραβάτης ] άτακτος.
παραβλιπός [ < αρχ. παραβλώψ ] αλλοίθωρος.
σκατουφάς [ < αρχ. σκατοφάγος ] (μτφρ. – υβρ.) ευτελής άνθρωπος.
τιμ’κός [ < αρχ. τιμητικός ‘ο εκτιμών την αξία κάποιου πράγματος’ ] αξιοσέβαστος.
ψιακός [ < αρχ. ψίαξ ‘σταγόνα’ ] πολύ πικρός.

Πηγή: Τζαβάρας Ξενοφών 2003: "Αρχαϊκά στοχεία στο γλωσσικό ιδίωμα της Ίμβρου", Πρακτικά του Δ΄ Διεθνούς Συνεδρίου Νεοελληνικής Διαλεκτολογίας (Αθήνα 6-8 Δεκεμβρίου 2001): 499-504.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου