15/6/10

Ο ΨΥΧΟΡΡΑΓΩΝ ΝΑΥΤΙΚΟΣ (Δημοτικό Τραγούδι της Ίμβρου)

Αλλοί ’στο νιο π’ αρρώστησε στου καραβιού την πλώρη.
Μάννα δεν έχει να τον κλαίη, κόρη να τον λυπάται,
μήδ’ αδερφή, μήδ’ αδερφό, για να τον λεημονάται.
Τον κλαίει η νύχτα κ’ η αυγή, τ’ άστρο και το φεγγάρι
κ’ οι ναύτες τον φωνάζουνε – Σήκου να κομμαντάρης.
- Εγώ σας λέγω δεν μπορώ, και σείς μου λέτε σήκου.
Σηκώτε με να σηκωθώ, και βάλτε με να κάτσω
και δώστε με τη χάρτα μου για να την εδιαβάσω.
Γλέπετε τούτο το νησί το δώθε τ’ αποκείθε;
Εκεί θα πά’ να αράξωμε ’ς ένα ’γαθόν λιμνιώνα.
Πήγανε και αράξανε ’ς ένα ’γαθόν λιμνιώνα.
- Άντιστε γέροι, για νερό και σείς παιδιά για ξύλα
και σείς μικρά μουτσόπουλα ανοίξετε το μνήμα.
Παρακαλώ αδέρφια μου και προσκυνώ σας κιόλα
μήδε μακρύ, μήδε φαρδύ, μηδέ πολλά μεγάλο,
κ’ απ’ την δεξιά μου τη μεριά ν’ αφήστε παναθύρι,
νά ρχωνται τ’ άγρια πουλιά, να λιανοχωρατεύω.
Πουλί μ’ αν πας στον τόπο μου, κ’ αν βρης και τους δικούς μου,
μην πης τους πως απόθανα κ’ ανάψουν τα κεριά μου,
μόν πες τους πως πανδρεύθηκα ’στα μακρυά στα ξένα,
πήρα την πλάκα πεθερά, την μαύρη γη γυναίκα.

Πηγή: Μανόλης Ανδρόνικος: "Μελέτη δημοτικών τινών ασμάτων της Ίμβρου", Λεύκωμα της νήσου Ίμβρου, εν Αθήναις: 102-103.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου