23/5/10

ΓΑΜΗΛΙΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΙΜΒΡΟΥ (ΧΡΟΝΟΣ - ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ)

ΧΡΟΝΟΣ ΤΕΛΕΣΕΩΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Ο γάμος στην Ίμβρο κανονικά γίνεται μέσα σ’ ένα χρόνο από τον αρραβώνα. Συνηθίζουν μάλιστα να κάνουν τούς γάμους κατά τη χειμερινή περίοδο. Οι ατέλειωτες γεωργοκτηνοτροφικές δουλειές του καλοκαιριού δεν επιτρέπουν στους Ιμβρίους να... ασχολούνται την περίοδο αυτή με γάμους και διασκεδάσεις. Μετά το δεκαπενταύγουστο όμως, πού αρχίζουν να περιορίζονται κάπως οι δουλειές, αρχίζουν και οι γάμοι.
Τον Ιούνιο και Ιούλιο συνήθως παντρεύονται όσοι βιάζονται να στεφανωθούν από πρόωρη εγκυμοσύνη τής νύφης. Τα παιδιά πού γεννιούνται από τέτοιους γάμους, δηλαδή προτού να συμπληρωθούν εννιά μήνες από τη μέρα του γάμου, τα λένε «κατσιάϊκα» (Τουρκ. kagak σημαίνει δραπέτης, λαθραίος) (πρβλ. «ντού Θιρ’νό κι ντουν Αλουντί μόν’ κάνα κατσιάϊκου γάμου κάν’»).
Ακόμη, αποφεύγουν συστηματικά να κάνουν γάμους το Μάιο. Υπάρχει πρόληψη, ότι ό γάμος πού γίνεται Μάιο μήνα είναι αποτυχημένος. Πιστεύουν ότι από τέτοιους γάμους γεννιούνται παιδιά μαγεμένα και ότι το αντρόγυνο μαλώνει σ’ όλη του τη ζωή. (Πρβλ. «ντού Μα’ δε γκάνουμ’ γάμ’, γιατί γίν’ντιν μαγιμένα τα πιδγιά κι μαλών’ τα αντρόγυνα»).
Αποφεύγουν επίσης να κάνουν γάμους το Φεβρουάριο, γιατί είναι «κ’τσουφλέβαρους» (πρβλ. «ντού κ’τσουφλέβαρου δε γκάνουμ’ γάμ’. Η μήνας δεν είνι καλός, είνι κ’τσός»).

ΟΙ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ
Ύστερα από τις «γιαρ’βώνις», τόσο στο σπίτι του γαμπρού, όσο και της νύφης επισπεύδονται, όπως είναι φυσικό, οι διάφορες εργασίες, αφού την τελευταία πριν από το γάμο εβδομάδα πρέπει όλα να είναι έτοιμα. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο τις τελευταίες αυτές πριν από το γάμο μέρες βοηθούν τις δυό οικογένειες πολλοί συγγενείς και φίλοι τους. Περισσότερο δε βοηθούν την οικογένεια τής νύφης πού έχει τις πιο πολλές δουλειές και φροντίδες. (Ετοιμάζουν τα αμύγδαλα τα αμυγδαλωτά, στρώνουν, σιδερώνουν, ζυμώνουν, ψήνουν τα ψωμιά κτλ.).
Η νύφη συνήθως δε δουλεύει, αλλά παρακολουθεί και δίνει οδηγίες στις άλλες γυναίκες. Οι πολύ δουλευτάρες όμως όχι μόνο αποφεύγουν να δίνουν οδηγίες και εντολές, αλλά δουλεύουν και μάλιστα εντατικά για να τελειώσουν όσο γίνεται πιο γρήγορα οι δουλειές.
Όλες αυτές οι δουλειές (στρωσίματα, σιδερώματα κτλ.) γίνονται την τελευταία πριν από το γάμο εβδομάδα και κυρίως τις τρεις πρώτες μέρες (Δευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη), γιατί από την Πέμπτη κι’ ύστερα αρχίζουν άλλες πιο βαριές δουλειές (το ζύμωμα και το ψήσιμο των ψωμιών, η ετοιμασία και το ψήσιμο των γλυκών κτλ.).

Πηγή: Α.Σ. Μπαϊκάμης 1979: "Γαμήλια έθιμα της Ίμβρου", Γ΄ Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, Θεσσαλονίκη (ΙΜΧΑ): 514-515.

17/5/10

ΙΜΒΡΙΑΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ (Επιλογή)

αγαλιά: ο σκίουρος
αθύμαρους: το θυμάρι
αλόρτους: όρθιος
άλ'πας: γη φτωχή και άκαρπη
ανημπουράδα: ασθένεια
απανουμιά: απάνεμο μέρος
απ'κάζου: μυρίζομαι
αραγίδα: νεράιδα
ασγαλώνω: σκαλώνω, κρεμάζομαι
β'νιά: κοπριά
ζαίνου: βρωμώ
ζούμπιρα: τα ζώα
κατράγκαθους: αράχνη
κατσιπουδιά: κακοτυχία, αναποδιά
κούτλους: χωρίς κέρατα
κουτσνίδα: τσουκνίδα
κρατούνα: νεροκολοκύθα
μάνι-μάνι: γρήγορα
μουντέρνω: ορμώ, επιτίθεμαι
μπόλι: ελιά (το δέντρο)
ξισιάζου: περιποιούμαι
ξιταφώνου: εξολοθρεύω
τραπουδίζω: βάζω τρικλοποδιά
τρόχαλος: μάντρα πέτρινη, τοίχος
ψιακή: πικρή, δηλητήριο
γουρτζέλι: γουρουνάκι

Πηγή: Kokkinakis service

14/5/10

ΓΑΜΗΛΙΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΙΜΒΡΟΥ (Η ΠΡΟΙΚΑ)

Αναφέραμε πιο πάνω, μιλώντας για την κατάλληλη για γάμο ηλικία, ότι οι κοπέλες αρραβωνιάζονται κατά κανόνα αφού συμπληρώσουν το 17ο χρόνο τής ηλικίας τους. Ο γονείς τους όμως φροντίζουν να ετοιμάσουν το μεγαλύτερο τουλάχιστο μέρος τής προίκας πολύ νωρίτερα, συνήθως μόλις τα κορίτσια τους συμπληρώσουν τα δέκα χρόνια. Και, φυσικά, όσο περνούν τα χρόνια, άλλο τόσο μεγαλώνουν και ο φροντίδες των γονέων για την ολοκλήρωση τής προίκας. Ύστερα μάλιστα από τις «γιαρ’βώνις» επισπεύδουν τις ετοιμασίες, ώστε η μέρα του γάμου να είναι έτοιμη όλη η προίκα, πού υποσχέθηκαν να δώσουν στους νεονύμφους.
Συνήθως για προίκα δίνουν: Χωράφια, «λουστάσια» (χωράφια με ελαιόδεντρα), αμπέλια, ένα τουλάχιστο σπίτι, διάφορα οικιακά ζα (πρόβατα, «γαϊδάρους» κτλ.), «ρουχικά» (κουβέρτες, κιλίμια κτλ.), στρώματα, «κατσιές» (εγχώριες μάλλινες κουβέρτες υφασμένες στον αργαλειό) κτλ. Οι πλούσιοι, βέβαια, συνήθως δίνουν και μετρητά.
Αν η νύφη δεν έχει κανένα αδερφό, τότε οι γονείς της δίνουν για προίκα και το «ντάμι». Εφόσον όμως έχει έστω και έναν αδερφό, το «ντάμι» κανονικά ανήκει σ’ αυτόν.
Όταν η νύφη είναι πρωτοπαίδι (πρωτότοκος), συνήθως οι γονείς της δίνουν μεγαλύτερη προίκα. Αφήνουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις ελεύθερο το γαμπρό να διαλέξει ό,τι θέλει. Αν όμως ζητήσει περισσότερα από όσα αξίζει, τότε μπορεί να χαλάσει και το συνοικέσιο ακόμη. (Πρβλ. «άμα η θατέρα είνι προυτουπαίδ’, τότι η νταντά τ’ς νύφς’ βάζ’ τού γαμπρό στου διαλόι. Άμα όμους η γαμπρός γυρέψ’ παραπάν’ απού τ’ν αξιά τ’, ντού δίν’ τα κατουρ’μένα τ’ κι φεύγ’»).
Κάθε κορίτσι για να παντρευτεί, πρέπει υποχρεωτικά να διαθέτει ιδιαίτερο σπίτι. Γ’ αυτόν το λόγο οι γονείς πού έχουν κορίτσια είναι υποχρεωμένοι να χτίσουν για το καθένα ξεχωριστό σπίτι. Αν μάλιστα συμβεί να μην είναι έτοιμο το σπίτι τη μέρα που ορίστηκε να γίνει ο γάμος, τότε αναγκαστικά αναβάλλεται η τέλεσή του, αφού στο νέο σπίτι πρόκειται να εγκατασταθεί το νέο ζευγάρι, οι νεόνυμφοι, αμέσως μετά η στέψη.
Αν ένας πατέρας έχει περισσότερες από μία θυγατέρες, τότε το πατρικό σπίτι μένει στη μικρότερη θυγατέρα. Μετά το γάμο της οι γονείς χτίζουν ένα μικρό σπίτι για τα γηρατειά τους. Γι’ αυτό το λόγο το σπίτι αυτό το λένε «γ έ ρ ι κ ο».
Όσα ισχύουν για τις κανονικές θυγατέρες, ισχύουν και για τις υιοθετημένες κοπέλες.

Πηγή: Α.Σ. Μπαϊκάμης 1979: "Γαμήλια έθιμα της Ίμβρου", Γ΄ Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, Θεσσαλονίκη (ΙΜΧΑ): 513-514.

10/5/10

ΓΑΜΗΛΙΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΙΜΒΡΟΥ (ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ)

«ΤΟΥ ΛΟΥΓΟΥΣΗΜΑΔΟΥ»
Αφού κατά την πρώτη επίσημη συνάντηση των συμπεθέρων στο σπίτι τής νύφης, λίγες μέρες μετά την πρόταση, συζητηθεί το θέμα τής προίκας απ’ όλες τις πλευρές και σ’ όλες τις λεπτομέρειες και εφόσον οι συμπέθεροι μείνουν σύμφωνοι σε όλα, ό γάμος θεωρείται πια βέβαιος. Γι’ αυτό το λόγο στην πρώτη αυτή συνάντηση αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία και μετά απ’ αυτή γίνεται και η ανταλλαγή των διάφορων δώρων. Θα πρέπει μάλιστα να σημειωθεί, ότι κατά τη συνάντηση αυτή και μετά την οριστική συμφωνία στο θέμα της προίκας, η μάνα του γαμπρού υποχρεωτικά δίνει στη νύφη της «λουγουσήμαδου» (σημάδι για το λόγο πού έδωσαν).Το λογοσήμαδο είναι συνήθως ένα «μαλαματ’κό» (χρυσαφικό). Συνηθίζονται πιο πολύ τα εξής: ένας χρυσός σταυρός, ένα χρυσό «δαχ’λίδ’», ένα φλουρί και άλλα παρόμοια.
Το λογοσήμαδο το λένε και «πρώτου σ’μάδ’» ή «πρώτου κέρασμα», γιατί είναι το πρώτο σημάδι, το πρώτο κέρασμα (δώρο), πού δίνεται μετά την οριστική συμφωνία.
Την ίδια ώρα κατά την επίσημη αυτή συνάντηση δίνει λογοσήμαδο και η μάνα τής νύφης στο γαμπρό. Και στην περίπτωση αυτή το λογοσήμαδο είναι, όπως και στην περίπτωση της νύφης, ένα «μαλαματ’κό» (χρυσή λίρα, φλουρί και τ.τ.).

Ο ΑΡΡΑΒΩΝΑΣ
Ο αρραβώνας στην Ίμβρο λέγεται «αρ’βώνα», «αρ’βώνις» και «γιαρ’βώνις».
Οι «γιαρ’βώνις» γίνονται συνήθως μέσα σ’ ένα μήνα από την προξενιά. Γίνονται δε πάντοτε στο σπίτι τής νύφης και οπωσδήποτε βράδυ. Προτιμούν να είναι βράδυ Σαββάτου ή Κυριακής ή μιας οποιασδήποτε γιορτής. Τις άλλες μέρες δεν κάνουν «γιαρ’βώνις». Αποφεύγουν δε πάντοτε τη Δευτέρα. Υπάρχει πρόληψη ότι «γιαρ’βώνις» πού γίνονται Δευτέρα, «διφτιρών’» (δευτερώνουν), δηλαδή δε στεριώνουν.
Ένα κορίτσι από το συγγενικό περιβάλλον τής νύφης προσκαλεί τους συγγενείς και φίλους τής νύφης Κι’ ένα δεύτερο από το συγγενικό περιβάλλον του γαμπρού προσκαλεί τούς συγγενείς και φίλους του γαμπρού.
«Απόψι έ’χουμ’ τ’ς αρ’βώνις κι’ άμα έχ’τι την ιφκαρίστησ’, ουρίστι» συνηθίζουν να λένε τα κορίτσια αυτά στις οικογένειες πού προσκαλούν. Κι’ οι προσκαλούμενοι απαντούν: «’φχαριστούμι, θα ‘ρτουμ’», αφού, βέβαια, πρωτύτερα πουν τις σχετικές ευχές. Οι συνηθέστερες για την περίπτωση αυτή είναι οι εξής:
α) «Καλουρίζ’κις οι γιαρ’βώνις κι ζντή μιγάλ’ χαρά» (και στο γάμο να χαρούμε).
β) «Καλουρίζ’κα, και ζντή μιγάλ’ χαρά».
γ) «Καλουρίζ’κις κι στ’ ανώτιρα» (και στο γάμο δηλαδή).
Τα κορίτσια πού τούς προσκαλούν, ευχαριστώντας τότε για τις τόσο θερμές ευχές, αντεύχονται ως εξής: «Κι σας να σας αξιώσ’ στα πιδγιά σας», όταν, φυσικά, απευθύνονται σε γονείς πού τα παιδιά τους είναι ανύπαντρα. Όταν όμως απευθύνονται σε γονείς, πού έχουν και παντρεμένα και ελεύθερα παιδιά, αντεύχονται: «Κι σας να σας αξιώσ’ στα υπόλοιπα».
Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε, ότι τούς στενούς συγγενείς δεν τους προσκαλούν τα δυό αυτά κορίτσια, αλλά ό γαμπρός και η νύφη, πηγαίνοντας και οι δυό μαζί.
Στις «γιαρ’βώνις» παίρνει μέρος «κι’ η παπάς» του χωριού, ό οποίος αλλάζει «τσί βιργέτις» (τα δαχτυλίδια). Αν όμως δεν υπάρχει παπάς, τότε τα δαχτυλίδια τα αλλάζει ό πατέρας του γαμπρού. Και σε περίπτωση πού ό γαμπρός είναι ορφανός, τα αλλάζει ό πατέρας τής νύφης ό νουνός.
Στην αρχή «σταυρώνει» τα δαχτυλίδια πάνω σε μιά εικόνα και μετά τα περνάει στα χέρια των μελλονύμφων. Πρώτα περνάει το δαχτυλίδι του γαμπρού και κατόπι τής νύφης.
Το άλλαγμα των δαχτυλιδιών είναι το κυριότερο και σπουδαιότερο, ίσως, μέρος του αρραβώνα και γι’ αυτόν το λόγο ή φράση «άλλαξαν τσί βιργέτις», σημαίνει, ότι επισημοποίησαν οι δυό πλευρές την αρχική τους συμφωνία.
Μετά το άλλαγμα των δαχτυλιδιών ακολουθούν κεράσματα, φαγοπότι, τραγούδια και χοροί, πού πολλές φορές διαρκούν ως τις πρωινές ώρες.
Την άλλη μέρα στο γραφείο της κοινότητας συντάσσεται και υπογράφεται «του προικουσύμφουνου» (λέγεται και «προικουχάρτ’»). Για να είναι έγκυρο το υπογράφουν, εκτός από τον πατέρα τής νύφης, ό πρόεδρος του χωριού, πού ασφαλώς παίζει το ρόλο του βυζαντινού νοταρίου, και 3 μάρτυρες, όσους δηλαδή απαιτούσε σ’ αυτή την περίπτωση η σχετική βυζαντινή συνήθεια.

Πηγή: Α.Σ. Μπαϊκάμης 1979: "Γαμήλια έθιμα της Ίμβρου", Γ΄ Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, Θεσσαλονίκη (ΙΜΧΑ): 511-512.

3/5/10

ΓΑΜΗΛΙΑ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΙΜΒΡΟΥ (ΠΡΟΞΕΝΙΟ)

Η ΠΡΟΞΕΝΙΑ
Στην Ίμβρο, όπως και σ’ άλλα πολλά μέρη, ό νέος κάνει πρόταση γάμου στην κοπέλα πού θέλει να πάρει για γυναίκα του. Συνήθως δηλαδή η οικογένεια του νέου κάνει, με τη μεσολάβηση συγγενικού ή φιλικού προσώπου, πρόταση γάμου στους οικείους τής νύφης. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να συμβεί και το αντίθετο, η πρόταση να γίνει από το μέρος τής κοπέλας. Αυτό συνήθως γίνεται, όταν οι δυό νέοι συνδέονται μεταξύ τους αισθηματικά από πρωτύτερα.
Τόσο στη μιά, όσο και στην άλλη περίπτωση το πρόσωπο πού μεσολαβεί μπορεί να είναι άντρας («προυξιντής»), μπορεί και γυναίκα («προυξινήτρα»), πράγμα πού συνηθίζεται πιο πολύ.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, ό λεπτός ρόλος του μεσολαβητή, καθώς και παραπάνω έγινε λόγος, ανατίθεται σ’ ένα συγγενικό ή φιλικό των ενδιαφερομένων πρόσωπο και οπωσδήποτε σε πρόσωπο ηλικιωμένο και προικισμένο με ειδικές για την περίπτωση ικανότητες.
Αφού ό προξενητής συζητήσει με τούς ενδιαφερομένους το θέμα της προξενιάς και πάρει τις σχετικές οδηγίες, επισκέπτεται την οικογένεια τής κοπέλας (εφόσον η πρόταση γίνεται από το μέρος του γαμπρού), συζητούν στην αρχή διάφορα θέματα άσχετα με το θέμα τής προξενιάς και κατόπιν—ό προξενητής— με κατάλληλο τρόπο φέρνει το θέμα στη συζήτηση. Συνήθως κάνει την αρχή με την εξής στερεότυπη και κατά κάποιο τρόπο εισαγωγική φράση: «Συζητήσαμ’ για πουλλά πράματα, αλλά ιγώ ήρθα για άλλ’ δ’λειά». Και στη συνέχεια κάνει την πρόταση.
Στο σημείο αυτό, μόλις δηλαδή κάμει την πρόταση, συνηθίζει να λέει την εξής παροιμιώδη φράση: «βάλι σκούπα και φαράσ’, προυξινιά να μη χαλάσ’». Πιστεύουν δηλαδή ότι η σκούπα και το φαράσι έχουν την ιδιότητα να απομακρύνουν το κακό.
Αν αυτοί στους οποίους γίνεται η πρόταση δεν την αποδέχονται, δε συμφωνούν δηλαδή για έναν οποιοδήποτε λόγο, συνήθως απαντούν ως εξής:
«Σας ιφκαριστούμι κι’ απά’ (επάνω) στου κ’φάλ’ σας έχουμ’. Ιμείς θα μ’λήξουμ’ κι πάλι θας πούμι» (Σας ευχαριστούμε και σας προτιμούμε με το παραπάνω, σας βάζουμε πάνω από το κεφάλι μας. Θα συζητήσουμε και θα σας απαντήσουμε). Βλέπουμε δηλαδή ότι κι’ όταν ακόμη δε συμφωνούν από την πρώτη στιγμή, δε δίνουν αμέσως την απάντηση. Ύστερα από μιά δυό μέρες ό προξενητής ξαναρωτάει κάποιον από την οικογένεια στην οποία έκαμε την πρόταση και τότε δίνεται η απάντηση απευθείας και χωρίς περιστροφές, μολονότι και πάλι αρνητική : «Δε νήνταν τυχηρό να γίν’», συνηθίζουν να λένε και συνάμα προβάλλουν κάποια δικαιολογία. Εννοείται, βέβαια, ότι σ’ αυτήν την περίπτωση ό προξενητής ποτέ δεν πηγαίνει επίσημα στο σπίτι τους. Φροντίζει να συναντήσει κάποιον ανεπίσημα, δήθεν τυχαίως (στο δρόμο, στη βρύση κτλ.). Και, φυσικά, φέρνει το θέμα στη συζήτηση με τρόπο, αφού η απάντηση είναι από πρωτύτερα γνωστή (αρνητική).
Όταν ύστερα απ’ αυτά επιστρέψει ό προξενητής και ανακοινώσει στους ενδιαφερομένους την αρνητική απάντηση, το αρνητικό δηλαδή αποτέλεσμα του μεσολαβητικού του έργου, συνηθίζουν να του λένε: «άιντι σι μ’τζουρώσαν, σι πιράσαν ντ’ μπιρουστιά». Πραγματικά, συνηθίζουν στις περιπτώσεις αυτές «ντου ντρουξιντή να ντου μ’τζουρών’». Όταν δηλαδή επιστρέψει και ανακοινώσει το αρνητικό αποτέλεσμα, αυτοί πού τον έστειλαν να κάμει την πρόταση, προσπαθούν χωρίς να τούς αντιληφθεί να του κάμουν στο πρόσωπο ένα σημάδι με «μ’τζούρα» (μαυράδα) από ένα μαυρισμένο τηγάνι, τεντζερέ κτλ. («άμα δε μπουρέσ’ κανές να κάν’ ντή μπρουξινιά κι ντου καταφέρ’, ντου μ’τζουρών’. Κι’ άμα δουν κανένα μ’ζτουρουμένου ντου λεν’ : προξινιά έκαμις κι’ είσι μ’τζουρουμένους;»).
Για τον άμεσα, πάλι, ενδιαφερόμενο πρόσωπο (νέο ή κοπέλα), πού κάνει την πρόταση, συνηθίζουν να λένε πειραχτικά: ή (π.χ.) Γιώργους έφαγι ντή χ’λόπ’τα». Σχετικό είναι και το παρακάτω πειραχτικό δίστιχο:
Έφαγις ντή χ’λόπ’τα μι ξύλινον κουτάλ’
κι λάβι την υπουμουνή, όπους τη λάβαν κ’ άλλ’.
Σχετική επίσης είναι και η εξής παροιμιώδης φράση: «Καλουφάγουτ’ η χ’λόπ’τα», πού λέγεται κι’ αυτή σε τέτοιες περιπτώσεις.
Συμβαίνει επίσης πολλές φορές ένας νέος να κάμει πρόταση γάμου σε μιά κοπέλα και όχι μόνο να μη γίνει δεκτή, αλλά ύστερα από λίγο καιρό ή κοπέλα αυτή να αρραβωνιαστεί και στη συνέχεια να παντρευτεί με κάποιον άλλο. Τότε, όσοι θέλουν να πειράξουν τον «αποτυχόντα» (συνήθως φίλοι και συνομήλικοί του) τη μέρα πού παντρεύεται η κοπέλα, παίρνουν μερικά κέρατα από τα σφαχτά το γάμου και τα κρεμούν στο μάνταλο (σύρτη) τής πόρτας του σπιτιού του. Το ίδιο κάνουν και για μιά κοπέλα στην περίπτωση πού θα αποτύχει σε πρόταση γάμου προς ένα νέο.
Και στη μιά και στην άλλη περίπτωση, είτε δηλαδή η κοπέλα απορρίψει την πρόταση είτε ό νέος, επηρεάζονται, όπως είναι φυσικό, οι σχέσεις ανάμεσα στις δυό οικογένειες. Πολλές φορές μάλιστα σε βαθμό πού να ψυχραθούν.
Ο προξενητής, εξάλλου, στην περίπτωση πού θα απορρίψουν την πρόταση, για να δείξει ότι δεν πρόκειται απ’ αυτό να στενοχωρεθεί ούτε ό ίδιος ούτε αυτοί για λογαριασμό των οποίων έκαμε την πρόταση, συνήθως λέει την εξής παροιμιώδη φράση: «αρνί κιφάλ’, άλλου στου πουδάρ’», πού σημαίνει: Αν πάρουμε το κεφάλι ενός αρνιού, αν σφάξουμε ένα αρνί, μπορούμε να το αντικαταστήσουμε με άλλο. Δεν πάει να πει δηλαδή ότι αυτό ήταν και δεν μπορούμε να βρούμε άλλο.
Τέλος, συνηθίζουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις να λένε και τις εξής φράσεις: «άμα δε θέλ’τς ισύ, άλλους θα νέρθ’» και: «σκαμνιού πουδάρ’ λυγίτικου, άλλου κυπαρισσίτικου», πού σημαίνει: Αν έσπασε το πόδι ενός σκαμνιού καμωμένου από λυγαριά (λυγιά = λυγαριά), μπορούμε στη θέση του να βάλουμε άλλο και μάλιστα από κυπαρίσσι, δηλαδή πολύ καλύτερο.
Όλες αυτές οι παροιμιώδεις φράσεις και προπάντων η πρώτη και η Τρίτη με την αλληγορική τους σημασία κρύβουν ασφαλώς πολύ εγωισμό και λέγονται για να μετριάσουν την προσβολή από την απόρριψη τής προτάσεως.
Αν αυτοί στους οποίους γίνεται η πρόταση συμφωνούν από την πρώτη στιγμή, συνήθως απαντούν στον προξενητή ως εξής: «ίς Αλάχ, Θιός να δώσ’ να μη χαλάσ’. Άμα είνι τυχηρό, θα γίν’ κι’ άμα δεν είνι, θα χαλάσ’. Αλλά ιδώ απ’ τα είπαμ’ όσα είπαμ’, ιδώ να μείν’». Και συνήθως προσθέτουν: «ισείς άμα θέλτι ένα, ιμείς θέλουμ’ δέκα».
Λένε δε όλα τα παραπάνω από τη μιά για να δείξουν, ότι συμφωνούν πάνω στην πρόταση πού τούς έγινε κι’ από την άλλη για να αποτρέψουν κάθε κακή ενέργεια τρίτου προσώπου, πού είναι δυνατό καμιά φορά να δυσαρεστηθεί από το συνοικέσιο αυτό και να θελήσει να το διαλύσει. Γι’ αυτό και φροντίζουν τις πρώτες μέρες, ώσπου να επισημοποιηθεί, να το κρατήσουν μυστικό. Υπάρχει πάντα φόβος να μπει κάποιος στο μέσο και να χαλάσει την προξενιά.
Πολλές φορές, πάλι, συμβαίνει να συμφωνούν οι πιο πολλοί από τους οικείους των μελλονύμφων, καθώς και οι ίδιοι οι μελλόνυμφοι, να διαφωνεί όμως ό πατέρας του κοριτσιού ή του νέου. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η προξενιά συνήθως πετυχαίνει. Γι’ αυτό και συνηθίζουν να λένε: «σα θέλ’ η νύφη κι’ η γαμπρός, τύφλα να ‘χ’ η πιθιρός», φράση γνωστή κι’ απ’ άλλα διαμερίσματα της πατρίδας μας.
Από την ώρα πού οι δυό πλευρές θα συμφωνήσουν μεταξύ τους, μπορούν οι μελλόνυμφοι να κυκλοφορούν μαζί, συνοδευόμενοι πάντοτε απαραίτητα από ένα αγοράκι ή κοριτσάκι του συγγενικού τους περιβάλλοντος.
Αν, λοιπόν, ό προξενητής κάμει την πρόταση και γίνει δεκτή, ακολουθεί συζήτηση σε γενικές γραμμές για την προίκα. Γιατί, μολονότι οι λεπτομέρειες γι’ αυτό το θέμα θα συζητηθούν από τούς γονείς των μελλονύμφων σε ειδική συνάντηση, συνηθίζεται να γίνεται λόγος και κατά την πρώτη αυτή επίσκεψη του προξενητή κι προπάντων όταν τον στέλνει οικογένεια κοπέλας πού διαθέτει μεγάλη προίκα. Σ’ αυτές μάλιστα τις περιπτώσεις ό προξενητής προσπαθεί με κάθε τρόπο ιδιαίτερα να τονίσει το τι διαθέτει για προίκα η υποψήφια νύφη, για να τούς επηρεάσει με τα «τάματα» και να αποδεχτούν την πρόταση.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, αν η πρόταση γίνει αποδεκτή, ύστερα από μερικές μέρες συναντιούνται οι γονείς των μελλονύμφων, οι συμπέθεροι («τού ζ’μπιθιρουλόϊ»)—συνήθως στο σπίτι της κοπέλας—και συζητούν με κάθε λεπτομέρεια για τα «τάματα», για το τι δηλαδή θα τάξουν, θα υποσχεθούν να δώσουν οι γονείς τής κοπέλας στους μελλονύμφους. Επειδή δε πολλές φορές τα «τάματα» είναι πολύ δελεαστικά και επειδή όχι λίγες φορές παντρεύονται κοπέλες πολύ άσχημες μόνο και μόνο γιατί διαθέτουν μεγάλη προίκα, συνηθίζουν στις περιπτώσεις αυτές να λένε την εξής παροιμιώδη φράση: «οι προίκις κι τα τάματα παντρεύουν τα φαντάματα» (δηλ. οι μεγάλες προίκες και οι πολλές υποσχέσεις παντρεύουν και τις πολύ άσχημες ακόμη κοπέλες). Τη φράση αυτή συνηθίζουν να τη λένε οι οικείοι μιας κοπέλας, πού έκαμε πρόταση γάμου σ’ ένα νέο κι’ εκείνος την απέρριψε, επειδή η υποψήφια δε διέθετε αξιόλογη προίκα. Μ’ αυτόν τον τρόπο μετριάζουν κατά κάποιο τρόπο την προσβολή από την απόρριψη της προτάσεως, αφού, σύμφωνα με τη φράση, η απόρριψη οφείλεται όχι σε λόγους ηθικής, τιμής, ομορφιάς, αλλά στο ότι η υποψήφια δε διέθετε μεγάλη προίκα, πράγμα δηλαδή δευτερεύον, χωρίς ιδιαίτερη σημασία, χωρίς ηθικό βάρος. Συνηθίζουν επίσης να λένε πολύ αυτή η φράση συγγενικά πρόσωπα — κυρίως ή μάνα — μιάς κοπέλας, πού μολονότι είναι όμορφη, δεν μπορεί να παντρευτεί, γιατί δε διαθέτει προίκα, ενώ αντίθετα άλλες παντρεύονται μολονότι πολύ άσχημες.

Η ΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΓΙΑ ΓΑΜΟ ΗΛΙΚΙΑ
Οι νέοι στην Ίμβρο παντρεύονται συνήθως από τα 22 ως τα 25 χρόνια. Είναι όμως δυνατό να παντρευτούν και σε μεγαλύτερη ηλικία, σπάνια όμως πριν από τα 22 χρόνια.
Οι κοπέλες σε σύγκριση με τούς άντρες παντρεύονται κατά κανόνα σε μικρότερη ηλικία• συνήθως αφού συμπληρώσουν τα 17 τους χρόνια.
Επειδή, όταν περάσει κάπως η ηλικία μιας κοπέλας, δύσκολα μπορεί να παντρευτεί, στις διάφορες γιορτές και προπάντων το Πάσχα οι κάπως περασμένες στην ηλικία φροντίζουν να περιποιηθούν πιο πολύ τον εαυτό τους, ώστε... να ξεγελάσουν κανένα νέο. Ο λαός όμως με το θυμόσοφο πνεύμα πού τον διακρίνει αποτρέπει τούς νέους να διαλέγουν «νύφες» κατά το Πάσχα, και, φυσικά, και κατά τις άλλες μεγάλες γιορτές με το εξής παραινετικό δίστιχο:
Ντού Μα’ λουγου μη λιμπιστείς κι τη Λαμπρή γυναίκα
κι’ αν είνι ικατό χρουνώ, σι λέν’ πώς είνι δέκα.
(Το Μάιο άλογο μη λιμπιστείς, μη ποθήσεις). Γιατί, όπως εύκολα μπορείς να γελαστείς το Μάιο στην εκτίμηση της ηλικίας ενός αλόγου, αφού, όπως είναι γνωστό, την εποχή αυτή και τα πιο αδύνατα και πιο μεγάλα στην ηλικία ζώα καλοτρέφονται και φαίνονται μικρότερα και γερά, έτσι και το Πάσχα (και κάθε μεγάλη γιορτή) εύκολα μπορείς να πέσεις έξω στην εκτίμηση τής ηλικίας μιας κοπέλας, αφού τέτοιες γιορτάρες μέρες όλες τους στολίζονται και περιποιούνται τον εαυτό τους με το παραπάνω και οπωσδήποτε φαίνονται πολύ πιο μικρές απ’ ότι στην πραγματικότητα είναι.

ΔΩΡΑ ΣΤΟΝ ΠΡΟΞΕΝΗΤΗ
Αν ό προξενητής κατορθώσει να φέρει σε πέρας την αποστολή του, συνηθίζουν να του δίνουν δώρα. Η νύφη δίνει δώρο στον προξενητή, είτε από το μέρος της γίνεται ή πρόταση είτε από το μέρος του γαμπρού. Οπωσδήποτε όμως η ηθική αυτή υποχρέωση είναι μεγαλύτερη, όταν η πρόταση γίνεται από το μέρος της.
Ο γαμπρός στέλνει δώρο στον προξενητή, όταν η πρόταση γίνεται απ’ αυτόν. Όταν όμως την πρόταση την κάνει η κοπέλα, μπορεί να κάμει μπορεί και να μην κάνει δώρο.
Τα δώρα και στη μιά και στην άλλη περίπτωση, είτε δηλαδή προέρχονται από το γαμπρό είτε από τη νύφη, είναι συνήθως ίδια: Ένα κουστούμι, ένα υποκάμισο ή κάτι παρόμοιο, όταν ό προξενητής είναι άντρας, ένα φουστάνι, ένα ζευγάρι παντόφλες ή κάτι παρόμοιο, όταν ό προξενητής είναι γυναίκα. Οπωσδήποτε δηλαδή κάτι πού να φοριέται (ενδύματα ή υποδήματα).

Πηγή: Α.Σ. Μπαϊκάμης 1979: "Γαμήλια έθιμα της Ίμβρου", Γ΄ Συμπόσιο Λαογραφίας του Βορειοελλαδικού Χώρου, Θεσσαλονίκη (ΙΜΧΑ): 506-511.