λαθ’κιά (η) [laθkjá] {ΟΥΣ} {λαθ’κιάς / λαθ’κιές}
1. ειδικό τενεκεδένιο δοχείο με σκέπασμα, σε
σχήμα μεγάλης τσαγιέρας, μέσα στο οποίο παλαιότερα έβαζαν λάδι. ΣΥΝ.: λαθ’κό.
ΠΑΡΑΔ.:
Τόσις λαθ’κιές είχαμ’ κι τ’ς πιτάξαμ’. 2. μικρή καννάτα για φύλαξη μικρής ποσότητας και σερβίρισμα λαδιού. ΣΥΝ.: λαθ’κό.
ΠΑΡΑΔ.: Ούλα τά ’χαμ’,
η λαθ’κιά έλj’πι μουνάχα! 3. (μτφ.) γριά κουτσομπόλα. ΣΥΝ.: λαθ’κό. ΠΑΡΑΔ.: Να μη σι πιάσ’ οι
λαθ’κιές ’κείνινις στου στόμα τ’ς!.
[ΕΤΥΜ.: < λαδικιά < λαδικό1 (βλ. λ.) + -ιά2].
Πηγή:
Λεξικό του Ιμβριακού ιδιώματος (Ερμηνευτικό - Ετυμολογικό), σελ. 326
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου