30/5/12

ΛΗΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΙΜΒΡΙΑΚΟΥ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ


λαθ’κιά (η) [laθkjá] {ΟΥΣ} {λαθ’κιάς / λαθ’κιές} 1. ειδικό τενεκεδένιο δοχείο με σκέπασμα, σε σχήμα μεγάλης τσαγιέρας, μέσα στο οποίο παλαιότερα έβαζαν λάδι. ΣΥΝ.: λαθ’κό. ΠΑΡΑΔ.: Τόσις λαθ’κιές είχαμ’ κι τ’ς πιτάξαμ’. 2. μικρή καννάτα για φύλαξη μικρής ποσότητας και σερβίρισμα λαδιού. ΣΥΝ.: λαθ’κό. ΠΑΡΑΔ.: Ούλα τά ’χαμ’, η λαθ’κιά έλj’πι μουνάχα! 3. (μτφ.) γριά κουτσομπόλα. ΣΥΝ.: λαθ’κό. ΠΑΡΑΔ.: Να μη σι πιάσ’ οι λαθ’κιές ’κείνινις στου στόμα τ’ς!. [ΕΤΥΜ.: < λαδικιά < λαδικό1 (βλ. λ.) + -ιά2]. Πηγή: Λεξικό του Ιμβριακού ιδιώματος (Ερμηνευτικό - Ετυμολογικό), σελ. 326

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου